Anonymous

προβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβῐβάζω''': μέλλ. -άσω, Ἀττ. προβῐβῶ· ― μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ [[προβαίνω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ προβῇ, ὁδηγῶ, [[φέρω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[κάμνω]] τινὰ νὰ φθάσῃ που, τινα Σοφ. Ο. Κ. 180· ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; εἰς ποῖον [[μέρος]], [[μέχρι]] τίνος ἐννοεῖς νὰ μᾶς φέρῃς; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1570· τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν Πλάτ. Πρωτ. 328Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· τὴν ἀρχὴν ἕως Μακεδονίας, [[ἐκτείνω]] [[μέχρι]]..., Διον. Ἁλ. 1. 3· ― ἄγω, παρακινῶ, λόγῳ τινὰ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, διάφορ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 67. 2 2) [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προεκβάλλω]], τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (διὰ τῆς οἰκοδομῆς τείχους), Διόδ. 4. 78· ὑψώνω, [[μεγαλύνω]], τὴν πατρίδα Πολύβ. 9. 10, 4· τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς, [[προάγω]], [[ἀναβιβάζω]] εἰς ἀνώτερον [[ἀξίωμα]], [[προβιβάζω]], Δίων Κ. 58. 23. 3) [[διδάσκω]] ἐκ τῶν προτέρων, τινά τι Ἑβδ. (Δευτερ. Ϛ΄, 7). ― Παθ., πιθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 8. ΙΙ. ἀμεταβ., = [[προβαίνω]], Πολύβ. 5. 100, 1., 10. 44, 1. 2) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, [[ὀχεύω]], βατεύω, [[ἐπιβαίνω]] πρότερον, [[ἄλλην]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20.
|lstext='''προβῐβάζω''': μέλλ. -άσω, Ἀττ. προβῐβῶ· ― μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ [[προβαίνω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ προβῇ, ὁδηγῶ, [[φέρω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[κάμνω]] τινὰ νὰ φθάσῃ που, τινα Σοφ. Ο. Κ. 180· ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; εἰς ποῖον [[μέρος]], [[μέχρι]] τίνος ἐννοεῖς νὰ μᾶς φέρῃς; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1570· τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν Πλάτ. Πρωτ. 328Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· τὴν ἀρχὴν ἕως Μακεδονίας, [[ἐκτείνω]] [[μέχρι]]..., Διον. Ἁλ. 1. 3· ― ἄγω, παρακινῶ, λόγῳ τινὰ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, διάφορ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 67. 2 2) [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προεκβάλλω]], τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (διὰ τῆς οἰκοδομῆς τείχους), Διόδ. 4. 78· ὑψώνω, [[μεγαλύνω]], τὴν πατρίδα Πολύβ. 9. 10, 4· τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς, [[προάγω]], [[ἀναβιβάζω]] εἰς ἀνώτερον [[ἀξίωμα]], [[προβιβάζω]], Δίων Κ. 58. 23. 3) [[διδάσκω]] ἐκ τῶν προτέρων, τινά τι Ἑβδ. (Δευτερ. Ϛ΄, 7). ― Παθ., πιθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 8. ΙΙ. ἀμεταβ., = [[προβαίνω]], Πολύβ. 5. 100, 1., 10. 44, 1. 2) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, [[ὀχεύω]], βατεύω, [[ἐπιβαίνω]] πρότερον, [[ἄλλην]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[προβιβῶ]], <i>ao.</i> προέβιβασα;<br />faire avancer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βιβάζω]].
}}
}}