Anonymous

προξενέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προξενέω''': παρατ. προὐξένουν· μέλλ. προξενήσω· πρκμ. προὐξένηκα. Εἶμαι πρόξενός τινος (ὃ ἴδε), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, [[διότι]] εἶμαι [[πρόξενος]] ὑμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 24, πρβλ. Δημ. 194. 18, κτλ.· πρ. τῶν πρέσβεων, ἐνεργῶ ὡς [[πρόξενος]], ἐπὶ τῶν ἀπεσταλμένων ἢ ἀντιπροσώπων φιλικῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 259. 25· ― [[καθόλου]], εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Εὐρ. Μήδ. 724, Ἀριστοφ. Θεσμ. 576. ΙΙ. ἐκ τῶν καθηκόντων τοῦ προξένου (σημασ. ΙΙ), 1) [[πράττω]], ἐκτελῶ τι [[ὑπὲρ]] ἑτέρου, λέγοις ἄν· [[ἡμεῖς]] [[τἆλλα]] προξενήσομεν Εὐρ. Ἴων 355· πρ. [[θράσος]], ὡς καὶ νῦν, Σοφ. Τρ. 726· πρ. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινὶ Πλουτ. Καῖσ. 60, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· φιλίαν Πλουτ. Σόλ. 2· πρ. τινι κρέα, [[παρέχω]] εἴς τινα κρέατα, ὁ αὐτ. 2. 959Ε· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πρ. κίνδυνόν τινι, προξενῶ εἴς τινα κίνδυνον, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 14, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 32· πρ. ὀνείδη, ἀνάγκας, [[πένθος]], θάνατόν τινι Πλουτ. Ἀλέξ. 22, Ἀριστείδ. 1. 488, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., αἳ (δηλ. αἱ χεῖρες) τοῦ φυτουργοῦ Πατρὸς ὑμὶν ὧδ’ ὁρᾶν τὰ [[πρόσθε]] λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα, δηλ. αἳ προὐξένησαν ὑμὶν τὰ [[πρόσθε]] λαμπρὰ τοῦ φυτ. πατρὸς ὄμματα ὧδε ὁρᾶν, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «προὐξένησαν, εἰργάσαντο, αἴτιοι ἐγένοντο», Σοφ. Ο. Τ. 1483· προξενῶ τινι καταλῦσαι βίον, [[ἐπιτρέπω]], [[κάμνω]] τὴν [[χάριν]], εἴς τινα νὰ ἀποθάνῃ, Ξεν. Ἀπολ. 7· ― [[ὡσαύτως]], ὥς νυν πᾶν τελοῦντι προξένει, πάρεχέ μοι χρησίμους ὁδηγίας, καὶ ἐγὼ προθύμως θὰ ἐκτελέσω τὰ πάντα, Σοφ. Ο. Κ. 405. 2) συνίστημί τινά τινι, συνήθως πρὸς ἐργασίαν, μὴ τοὺς πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Εὔπολις ἐν Ἀδήλοις 26· ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι Δημ. 969. 18, πρβλ. 1250. 20· πρ. τινα διδάσκαλον, φοιτητήν, [[συνίστημι]] ὡς διδάσκαλον, ὡς μαθητήν, Πλάτ. Λάχ. 180C, Ἀλκ. 1. 109D· πρ. κόρην τινὶ Λόγγος 3, 36, Ἱμερ. Λόγ. 1. 11.
|lstext='''προξενέω''': παρατ. προὐξένουν· μέλλ. προξενήσω· πρκμ. προὐξένηκα. Εἶμαι πρόξενός τινος (ὃ ἴδε), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, [[διότι]] εἶμαι [[πρόξενος]] ὑμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 24, πρβλ. Δημ. 194. 18, κτλ.· πρ. τῶν πρέσβεων, ἐνεργῶ ὡς [[πρόξενος]], ἐπὶ τῶν ἀπεσταλμένων ἢ ἀντιπροσώπων φιλικῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 259. 25· ― [[καθόλου]], εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Εὐρ. Μήδ. 724, Ἀριστοφ. Θεσμ. 576. ΙΙ. ἐκ τῶν καθηκόντων τοῦ προξένου (σημασ. ΙΙ), 1) [[πράττω]], ἐκτελῶ τι [[ὑπὲρ]] ἑτέρου, λέγοις ἄν· [[ἡμεῖς]] [[τἆλλα]] προξενήσομεν Εὐρ. Ἴων 355· πρ. [[θράσος]], ὡς καὶ νῦν, Σοφ. Τρ. 726· πρ. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινὶ Πλουτ. Καῖσ. 60, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· φιλίαν Πλουτ. Σόλ. 2· πρ. τινι κρέα, [[παρέχω]] εἴς τινα κρέατα, ὁ αὐτ. 2. 959Ε· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πρ. κίνδυνόν τινι, προξενῶ εἴς τινα κίνδυνον, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 14, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 32· πρ. ὀνείδη, ἀνάγκας, [[πένθος]], θάνατόν τινι Πλουτ. Ἀλέξ. 22, Ἀριστείδ. 1. 488, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., αἳ (δηλ. αἱ χεῖρες) τοῦ φυτουργοῦ Πατρὸς ὑμὶν ὧδ’ ὁρᾶν τὰ [[πρόσθε]] λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα, δηλ. αἳ προὐξένησαν ὑμὶν τὰ [[πρόσθε]] λαμπρὰ τοῦ φυτ. πατρὸς ὄμματα ὧδε ὁρᾶν, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «προὐξένησαν, εἰργάσαντο, αἴτιοι ἐγένοντο», Σοφ. Ο. Τ. 1483· προξενῶ τινι καταλῦσαι βίον, [[ἐπιτρέπω]], [[κάμνω]] τὴν [[χάριν]], εἴς τινα νὰ ἀποθάνῃ, Ξεν. Ἀπολ. 7· ― [[ὡσαύτως]], ὥς νυν πᾶν τελοῦντι προξένει, πάρεχέ μοι χρησίμους ὁδηγίας, καὶ ἐγὼ προθύμως θὰ ἐκτελέσω τὰ πάντα, Σοφ. Ο. Κ. 405. 2) συνίστημί τινά τινι, συνήθως πρὸς ἐργασίαν, μὴ τοὺς πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Εὔπολις ἐν Ἀδήλοις 26· ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι Δημ. 969. 18, πρβλ. 1250. 20· πρ. τινα διδάσκαλον, φοιτητήν, [[συνίστημι]] ὡς διδάσκαλον, ὡς μαθητήν, Πλάτ. Λάχ. 180C, Ἀλκ. 1. 109D· πρ. κόρην τινὶ Λόγγος 3, 36, Ἱμερ. Λόγ. 1. 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προξενήσω, <i>ao.</i> προὐξένησα, <i>pf.</i> προὐξένηκα;<br /><b>I.</b> être l’hôte d’un État, d’une cité, être l’hôte public de, gén.;<br /><b>II.</b> recevoir un hôte public, offrir l’hospitalité de l’État à, recevoir au nom de l’État, gén.;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> être patron <i>ou</i> protecteur de qqn;<br /><b>2</b> servir d’intermédiaire, de médiateur, de guide : τινι à qqn ; procurer : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. procurer à qqn le moyen de ; <i>en mauv. part</i> κίνδυνόν τινι XÉN machiner un complot contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρόξενος]].
}}
}}