Anonymous

προτεύχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτεύχω''': [[κάμνω]] ἐκ τῶν προτέρων, Τζέτζ. πρὸ Ὁμ.380. - παθ. πρκμ. ἀπαρ. προτετύχθαι, προγεγονέναι, Ἰλ. 60, Σ. 112, Τ. 65.
|lstext='''προτεύχω''': [[κάμνω]] ἐκ τῶν προτέρων, Τζέτζ. πρὸ Ὁμ.380. - παθ. πρκμ. ἀπαρ. προτετύχθαι, προγεγονέναι, Ἰλ. 60, Σ. 112, Τ. 65.
}}
{{bailly
|btext=faire <i>ou</i> fabriquer auparavant ; <i>à l’inf. pf. Pass.</i> [[προτετύχθαι]] IL être fait avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τεύχω]].
}}
}}