3,274,408
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37. | |lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure bouclée.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]]. | |||
}} | }} |