Anonymous

σκῖρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῖρος''': ἢ σκίρρος (ἴδε ἐν τελ.), ὁ [[γύψος]]· [[ὡσαύτως]] [[λατύπη]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 925 (921), Σουΐδ.· παρὰ Σουΐδ. καὶ σκίρρα, ἡ· [[ὡσαύτως]] γῆ σκιρράς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σκληρὸν ἐπικάλυμμα, [[οἴδημα]] σκληρυνθέν, [[σκλήρωμα]], Λατ. scirrhus, Ἱππ. 598. 48, πρβλ. Foës. Oecon.ι [[ἐπίστρωμα]] ἀκαθαρσίας, σκῖρον ἠμφιεσμένη Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 5, πρβλ. Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. [[δάσος]], [[δρυμός]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 144 (ἴδε Franz, σελ. 70Ga). 2) [[ῥίζα]] ἢ [[πρέμνον]], κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., [[ὅστις]] τοὺς δύο στίχους Ἰλ. Ψ. 332, 333 συνεχώνευσεν εἰς ἕνα: ἡὲ [[σκῖρος]] ἕην· νῦν αὖ θέτο τέρματ’ [[Ἀχιλλεύς]], ἴδε Σχόλ. Victor ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. Σκῖρος, ἡ, [[πόλις]] ἐν Ἀρκαδίᾳ· ἴδε ἐν λέξ. [[Σκιρῖται]]. (Οἱ τύποι σκίρρος, σκεῖρος ἐγεννήθησαν ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] φύσει [[μακρόν]]· πρβλ. [[κνῖσα]], [[θρυλέω]]· οὕτω, Σκείρων, Σκειρωνίδες, κτλ., ἴδε Schmidt εἰς Ἡσύχ. ἐν ταῖς λέξ.).
|lstext='''σκῖρος''': ἢ σκίρρος (ἴδε ἐν τελ.), ὁ [[γύψος]]· [[ὡσαύτως]] [[λατύπη]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 925 (921), Σουΐδ.· παρὰ Σουΐδ. καὶ σκίρρα, ἡ· [[ὡσαύτως]] γῆ σκιρράς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σκληρὸν ἐπικάλυμμα, [[οἴδημα]] σκληρυνθέν, [[σκλήρωμα]], Λατ. scirrhus, Ἱππ. 598. 48, πρβλ. Foës. Oecon.ι [[ἐπίστρωμα]] ἀκαθαρσίας, σκῖρον ἠμφιεσμένη Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 5, πρβλ. Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. [[δάσος]], [[δρυμός]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 144 (ἴδε Franz, σελ. 70Ga). 2) [[ῥίζα]] ἢ [[πρέμνον]], κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., [[ὅστις]] τοὺς δύο στίχους Ἰλ. Ψ. 332, 333 συνεχώνευσεν εἰς ἕνα: ἡὲ [[σκῖρος]] ἕην· νῦν αὖ θέτο τέρματ’ [[Ἀχιλλεύς]], ἴδε Σχόλ. Victor ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. Σκῖρος, ἡ, [[πόλις]] ἐν Ἀρκαδίᾳ· ἴδε ἐν λέξ. [[Σκιρῖται]]. (Οἱ τύποι σκίρρος, σκεῖρος ἐγεννήθησαν ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] φύσει [[μακρόν]]· πρβλ. [[κνῖσα]], [[θρυλέω]]· οὕτω, Σκείρων, Σκειρωνίδες, κτλ., ἴδε Schmidt εἰς Ἡσύχ. ἐν ταῖς λέξ.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> terrain inculte couvert de fourrés, maquis;<br /><b>2</b> <i>t. médic.</i> induration, tumeur, abcès dur (<i>cf.</i> [[σκίρρος]]).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; cf. [[σκιρρός]].
}}
}}