Anonymous

στομαλίμνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομᾰλίμνη''': ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, [[λίμνη]] ἐκ θαλασσίου ὕδατος, [[λίμνη]] παρὰ τὴν παραλίαν, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ [[τύπος]] στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
|lstext='''στομᾰλίμνη''': ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, [[λίμνη]] ἐκ θαλασσίου ὕδατος, [[λίμνη]] παρὰ τὴν παραλίαν, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ [[τύπος]] στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> lac <i>ou</i> étang formé par les eaux de la mer, lagune;<br /><b>2</b> lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[στόμα]], [[λίμνη]].
}}
}}