Anonymous

σμυγερός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμῠγερός''': ποιητ. ἀντὶ [[μογερός]], ὁ [[μετὰ]] κόπου, [[μετὰ]] πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.
|lstext='''σμῠγερός''': ποιητ. ἀντὶ [[μογερός]], ὁ [[μετὰ]] κόπου, [[μετὰ]] πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> douloureux;<br /><b>2</b> qui souffre;<br /><b>II.</b> misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG contamination expressive entre [[μογερός]] et [[στυγερός]].
}}
}}