Anonymous

προφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. ξω·- εἶμαι [[φύλαξ]], φρουρὸς τόπου τινὸς ἢ οἰκίας, μετ’ αἰτ., προφυλάττω τι, νηὸν Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 538 (ἐν τῷ σπανίῳ τύπῳ τῆς προστακτ. προφύλαχθε, ἀντὶ προφυλάσσετε, ἀνθ’ οὗ ὁ Schneidew. εἴκασε πεφύλαχθε), πρβλ. Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 14· [[ὡσαύτως]], προφυλάσσειν ἐπί τινι, τηρεῖν φυλακήν, φρουρεῖν τινα ἢ τόπον τινά, Ἡρόδ. 8. 92· καὶ [[μετὰ]] γεν., Ξεν. Ἱέρ. 6. 10. - ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω (πρβλ. [[προφύλαξ]]), φρουρῶ, [[προσέχω]], ἡ προφυλάσσουσα (ἐνν. [[ναῦς]]) = προφυλακίς, Ἡρόδ. 7. 179., 8. 92, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Θουκ. 2. 93. - Μέσ., φυλάττω ἐμαυτόν, προφυλάσσομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικὰ μέτρα, προεφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο [[μάλιστα]] Ἡρόδ. 1, 185, πρβλ. 9. 99, Θουκ. 6. 38· - μετ’ αἰτ., προφυλάττομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικὰ μέτρα, [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. cavere, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 5. 3, 5, Ἀπομν. 1. 4, 13. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς τὸ μέσ., προφυλάττομαι, «[[λαμβάνω]] τὰ μέτρα μου» [[ἐναντίον]] τινός, τὰ τοῦ σώματος κινήματα... μὴ [[προλαμβάνειν]] [[μηδὲ]] προφυλάττειν Πλούτ. 2. 129Α, πρβλ. Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σελ. 1.
|lstext='''προφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. ξω·- εἶμαι [[φύλαξ]], φρουρὸς τόπου τινὸς ἢ οἰκίας, μετ’ αἰτ., προφυλάττω τι, νηὸν Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 538 (ἐν τῷ σπανίῳ τύπῳ τῆς προστακτ. προφύλαχθε, ἀντὶ προφυλάσσετε, ἀνθ’ οὗ ὁ Schneidew. εἴκασε πεφύλαχθε), πρβλ. Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 14· [[ὡσαύτως]], προφυλάσσειν ἐπί τινι, τηρεῖν φυλακήν, φρουρεῖν τινα ἢ τόπον τινά, Ἡρόδ. 8. 92· καὶ [[μετὰ]] γεν., Ξεν. Ἱέρ. 6. 10. - ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω (πρβλ. [[προφύλαξ]]), φρουρῶ, [[προσέχω]], ἡ προφυλάσσουσα (ἐνν. [[ναῦς]]) = προφυλακίς, Ἡρόδ. 7. 179., 8. 92, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Θουκ. 2. 93. - Μέσ., φυλάττω ἐμαυτόν, προφυλάσσομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικὰ μέτρα, προεφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο [[μάλιστα]] Ἡρόδ. 1, 185, πρβλ. 9. 99, Θουκ. 6. 38· - μετ’ αἰτ., προφυλάττομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικὰ μέτρα, [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. cavere, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 5. 3, 5, Ἀπομν. 1. 4, 13. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς τὸ μέσ., προφυλάττομαι, «[[λαμβάνω]] τὰ μέτρα μου» [[ἐναντίον]] τινός, τὰ τοῦ σώματος κινήματα... μὴ [[προλαμβάνειν]] [[μηδὲ]] προφυλάττειν Πλούτ. 2. 129Α, πρβλ. Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σελ. 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> veiller à la défense de, veiller sur, acc., [[ἐπί]] τινι, gén.;<br /><b>2</b> prendre des précautions contre, veiller à, acc.;<br /><b>3</b> être de garde en avant, être en vedette ; <i>particul.</i> croiser en observation devant un port;<br /><i><b>Moy.</b></i> προφυλάσσομαι se prémunir contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προφυλάσσω]].
}}
}}