Anonymous

σπεῖρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπεῖρα''': ἡ, Λατ. spira, [[πρᾶγμα]] ἑλικοειδῶς συνεστραμμένον ἢ περιτετυλιγμένον, [[σύστρεμμα]], ποιεῖν τι [[οἷον]] σπεῖραν, συστρέφων τι [[σχηματίζω]] εἰς σφαῖραν, Ἱππ. 471. 44. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ὄφεως, Σοφ. Ἀποσπ. 480, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· πολύπλοκοι σπ. Εὐρ. Μήδ. 481, πρβλ. Ἴωνα 1164· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. Θηρ. 156, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] λέγεται καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 151, Ἄρατ. 47, 89, κτλ.· πρβλ. [[σπείρημα]]. 3) [[σχοινίον]], Ἱππ. 685. 10, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 683C· σπείραις δικτυοκλώστοις, μὲ τοὺς ἑλιγμοὺς τῶν δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 347· [[μάλιστα]] [[καλῴδιον]] πλοίου, Πλούτ. 2. 507Α· κυκλοτερές τι [[προσκεφάλαιον]], [[ὅπερ]] αἱ γυναῖκες φέρουσι βάρος τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔθετον ἐπ’ αὐτῆς [[ὅπως]] μὴ καταπονῆται (ὡς τὰ νῦν οἱ πωλοῦντες τὰς κολλύρας), Ἀπολλόδ. 2. 5, 11. 4) [[τρόπος]] κτενίσματος τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, [[Πολυδ]]. Β΄, 31, Δ΄, 149. 5) σπεῖραι βόειαι, ἱμάντες ἐκ δέρματος βοὸς δι’ ὧν ὁ [[πύκτης]] ὥπλιζε τὴν πυγμήν του, caestus, Θεόκρ. 22. 80. 6) [[κόμβος]] ξύλου, ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 16. 76, 1. 7) [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐκ τυροῦ (ἕτεροι σπίρα), Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D. 8) = τῷ Λατιν. tors, μία ἐκ τῶν μεγάλων στρογγύλων γλυφῶν τῶν περὶ τὴν βάσιν Ἰωνικοῦ ἢ Κορινθιακοῦ κίονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 64., 2713-14, [[Πολυδ]]. Ζ', 121, Βιτρούβ. 3. 41 κἑξ. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐνόπλων ἀνδρῶν, ἐν χρήσει πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ρωμαϊκοῦ manipulus, περιέχοντος δύο λόχους, Πολύβ. 11. 23, 1, κτλ.· κατὰ σπείρας, manipulatim, [[αὐτόθι]] 3. 115, 1· - ἀλλ’ ἐν Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 1, = cohors, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4, σ. 162 (Indices), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 4, 2. (Πρβλ. [[σπάρτον]], [[σπυρίς]], Λατ. sporta).
|lstext='''σπεῖρα''': ἡ, Λατ. spira, [[πρᾶγμα]] ἑλικοειδῶς συνεστραμμένον ἢ περιτετυλιγμένον, [[σύστρεμμα]], ποιεῖν τι [[οἷον]] σπεῖραν, συστρέφων τι [[σχηματίζω]] εἰς σφαῖραν, Ἱππ. 471. 44. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ὄφεως, Σοφ. Ἀποσπ. 480, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· πολύπλοκοι σπ. Εὐρ. Μήδ. 481, πρβλ. Ἴωνα 1164· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. Θηρ. 156, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] λέγεται καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 151, Ἄρατ. 47, 89, κτλ.· πρβλ. [[σπείρημα]]. 3) [[σχοινίον]], Ἱππ. 685. 10, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 683C· σπείραις δικτυοκλώστοις, μὲ τοὺς ἑλιγμοὺς τῶν δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 347· [[μάλιστα]] [[καλῴδιον]] πλοίου, Πλούτ. 2. 507Α· κυκλοτερές τι [[προσκεφάλαιον]], [[ὅπερ]] αἱ γυναῖκες φέρουσι βάρος τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔθετον ἐπ’ αὐτῆς [[ὅπως]] μὴ καταπονῆται (ὡς τὰ νῦν οἱ πωλοῦντες τὰς κολλύρας), Ἀπολλόδ. 2. 5, 11. 4) [[τρόπος]] κτενίσματος τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, [[Πολυδ]]. Β΄, 31, Δ΄, 149. 5) σπεῖραι βόειαι, ἱμάντες ἐκ δέρματος βοὸς δι’ ὧν ὁ [[πύκτης]] ὥπλιζε τὴν πυγμήν του, caestus, Θεόκρ. 22. 80. 6) [[κόμβος]] ξύλου, ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 16. 76, 1. 7) [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐκ τυροῦ (ἕτεροι σπίρα), Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D. 8) = τῷ Λατιν. tors, μία ἐκ τῶν μεγάλων στρογγύλων γλυφῶν τῶν περὶ τὴν βάσιν Ἰωνικοῦ ἢ Κορινθιακοῦ κίονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 64., 2713-14, [[Πολυδ]]. Ζ', 121, Βιτρούβ. 3. 41 κἑξ. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐνόπλων ἀνδρῶν, ἐν χρήσει πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ρωμαϊκοῦ manipulus, περιέχοντος δύο λόχους, Πολύβ. 11. 23, 1, κτλ.· κατὰ σπείρας, manipulatim, [[αὐτόθι]] 3. 115, 1· - ἀλλ’ ἐν Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 1, = cohors, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4, σ. 162 (Indices), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 4, 2. (Πρβλ. [[σπάρτον]], [[σπυρίς]], Λατ. sporta).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[σπείρα]];<br />enroulement, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> spirale, repli tortueux d’un serpent <i>d’ord. au plur.</i><br /><b>II.</b> objet enroulé, entortillé, <i>particul.</i><br /><b>1</b> repli d’un filet, filet;<br /><b>2</b> cordage qu’on enroulait pour ralentir la marche d’un navire dans une tempête;<br /><b>3</b> ceste, lanière de cuir que les athlètes s’enroulaient autour du poignet pour le pugilat;<br /><b>III.</b> corps de troupes : [[σπείρα]] [[στρατηγίς]] PLUT la cohorte prétorienne.<br />'''Étymologie:''' DELG rac. « plier, entourer, envelopper », cf. [[σπάργανον]], [[σπάρτον]].<br /><span class="bld">2</span><i>pl. de</i> [[σπεῖρον]].
}}
}}