Anonymous

σύγκολλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκολλος''': -ον, ([[κόλλα]]) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. [[συμφώνως]], ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]]..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., [[λόγος]] σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.
|lstext='''σύγκολλος''': -ον, ([[κόλλα]]) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. [[συμφώνως]], ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]]..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., [[λόγος]] σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />collé ensemble ; <i>fig.</i> qui s’accorde <i>ou</i> se rapporte exactement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κόλλα]].
}}
}}