Anonymous

συνεπαινέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπαινέω''': μέλλ. -έσω, Ἐπικ. -ήσω ― συνεπιδοκιμάζω, συναινῶ, [[συγκατανεύω]], ξ. [[πόλις]] καὶ τὸ δίκαιον Αἰσχύλ. Θήβ. 1073, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 23, Δημ. 288. 6· ― μετ’ ἀπαρ., σ. μάχεσθαι, καὶ ἐγὼ [[προτείνω]] ἢ [[συμβουλεύω]] νὰ γίνῃ [[μάχη]], Θουκ. 4. 91, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 34· ― σ. τι, ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 36. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. ἐν τῇ ἀρχ.· σ. τινι ὅ,τι πράττῃ, συμφωνῶ μετά τινος εἰς πᾶν ὅ,τι πράττει, Δημ. 1438, 9. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἐπαινῶ, τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 14, Πλάτ. Μενέξ. 246Α· ― Παθητ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11.
|lstext='''συνεπαινέω''': μέλλ. -έσω, Ἐπικ. -ήσω ― συνεπιδοκιμάζω, συναινῶ, [[συγκατανεύω]], ξ. [[πόλις]] καὶ τὸ δίκαιον Αἰσχύλ. Θήβ. 1073, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 23, Δημ. 288. 6· ― μετ’ ἀπαρ., σ. μάχεσθαι, καὶ ἐγὼ [[προτείνω]] ἢ [[συμβουλεύω]] νὰ γίνῃ [[μάχη]], Θουκ. 4. 91, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 34· ― σ. τι, ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 36. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. ἐν τῇ ἀρχ.· σ. τινι ὅ,τι πράττῃ, συμφωνῶ μετά τινος εἰς πᾶν ὅ,τι πράττει, Δημ. 1438, 9. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἐπαινῶ, τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 14, Πλάτ. Μενέξ. 246Α· ― Παθητ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> louer ensemble;<br /><b>2</b> être unanime pour conseiller, approuver unaniment, acc. ; <i>abs.</i> être du même avis : τινί [[τι]] DÉM approuver qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαινέω]].
}}
}}