Anonymous

χάλκευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χάλκευμα''': τό, τὸ ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, π. χ. [[πέλεκυς]] ἢ [[ξίφος]], Αἰσχύλ. Χο. 576. 2) ἐν τῷ πληθ., δεσμὰ ἐκ χαλκοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 19.
|lstext='''χάλκευμα''': τό, τὸ ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, π. χ. [[πέλεκυς]] ἢ [[ξίφος]], Αἰσχύλ. Χο. 576. 2) ἐν τῷ πληθ., δεσμὰ ἐκ χαλκοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tout ouvrage en airain (chaîne, épée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύω]].
}}
}}