Anonymous

σοφόνοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων σοφὸν νοῦν, [[ἐχέφρων]], [[νουνεχής]], Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17.
|lstext='''σοφόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων σοφὸν νοῦν, [[ἐχέφρων]], [[νουνεχής]], Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />d’un esprit sage.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]], [[νόος]].
}}
}}