3,274,306
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐβή''': ἡ, ([[τρίβω]]) τὸ τρίβειν· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταφορ., 1) τὸ τρίβειν, κατατρίβειν, φθείρειν, [[φθορά]], [[καταστροφή]], τριβᾷ βίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 465· κτεάνων τριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 943. ΙΙ. «[[τριβή]]», ἄσκησις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρίαν, Ἱππ. 25, 43, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 15 [[ὡσαύτως]] ἁπλῆ ἄσκησις ἢ [[ἐνέργεια]], μηχανικὴ καὶ [[συνήθης]] [[ἐνέργεια]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀληθινὴν τέχνην, οὐκ ἔστη [[τέχνη]], ἀλλ’ ἄτεχνος τριβὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 260Ε· τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τέχνῃ, [[αὐτόθι]] 270Β, πρβλ. Γοργ. 463Β· τριβῇ ζητεῖν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μεθόδῳ, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33, 18· τριβὴν ἔχειν τινὸς Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 10, Διόδ. 16. 15· ἔν τινι Πολύβ. 1. 32, 1· ἀρετὴν ἔχειν ἐν τριβῇ Πλουτ. Φιλοπ. 13. ΙΙΙ. τὸ περὶ οὗ τις φροντίζει, τὸ περὶ οὗ ἀσχολεῖται καὶ ἀνησυχεῖ, τὸ ἀντικείμενον φροντίδος, μερίμνης, ἀγάπης, ὡς τὸ Λατ. cura, Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβὴν Αἰσχύλ. Χο. 749. IV. ἐπὶ χρόνου, [[δαπάνη]], διατριβὴ χρόνου, οὐ μακροῦ χρόνου τρ. Σοφ. Ἀντ. 1078, πρβλ. Ἀποσπ. 586· ξυνουσίᾳ καὶ χρόνου τριβῇ Πλάτ. Πολ. 493Β· ἀξίαν τριβὴν ἔχει, ὁ [[χρόνος]] [[καλῶς]] ἐδαπανήθη, Αἰσχύλ. Πρ. 639· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]], ὃν διέρχεταί τις εὐχαρίστως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. 2) [[διατριβή]], βραδύτης, ἀναβολή, ἐς τιβὰς ἐλᾶν, ζητεῖν ἀναβολάς, Σοφ. Ο. Τ. 1160· τριβὰς πορίζειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 385· καὶ παραλειπομένου τοῦ ῥήματος (πρβλ. [[πρόφασις]] Ι. 2. ζ), μὴ τριβὰς ἔτι, μὴ ἀναβολὰς πλέον, Σοφ. Ἀντ. 577· τριβῆς [[ἕνεκα]] καὶ ἀνακωχῆς Θουκ. 8. 87· [[μετὰ]] τρ. πάσης Ἐπιστ. Πλάτ. 344Β· τριβὴν λαμβάνει ὁ [[πόλεμος]] Πολύβ. 1. 20, 9, πρβλ. [[διατριβή]]. | |lstext='''τρῐβή''': ἡ, ([[τρίβω]]) τὸ τρίβειν· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταφορ., 1) τὸ τρίβειν, κατατρίβειν, φθείρειν, [[φθορά]], [[καταστροφή]], τριβᾷ βίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 465· κτεάνων τριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 943. ΙΙ. «[[τριβή]]», ἄσκησις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρίαν, Ἱππ. 25, 43, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 15 [[ὡσαύτως]] ἁπλῆ ἄσκησις ἢ [[ἐνέργεια]], μηχανικὴ καὶ [[συνήθης]] [[ἐνέργεια]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀληθινὴν τέχνην, οὐκ ἔστη [[τέχνη]], ἀλλ’ ἄτεχνος τριβὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 260Ε· τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τέχνῃ, [[αὐτόθι]] 270Β, πρβλ. Γοργ. 463Β· τριβῇ ζητεῖν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μεθόδῳ, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33, 18· τριβὴν ἔχειν τινὸς Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 10, Διόδ. 16. 15· ἔν τινι Πολύβ. 1. 32, 1· ἀρετὴν ἔχειν ἐν τριβῇ Πλουτ. Φιλοπ. 13. ΙΙΙ. τὸ περὶ οὗ τις φροντίζει, τὸ περὶ οὗ ἀσχολεῖται καὶ ἀνησυχεῖ, τὸ ἀντικείμενον φροντίδος, μερίμνης, ἀγάπης, ὡς τὸ Λατ. cura, Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβὴν Αἰσχύλ. Χο. 749. IV. ἐπὶ χρόνου, [[δαπάνη]], διατριβὴ χρόνου, οὐ μακροῦ χρόνου τρ. Σοφ. Ἀντ. 1078, πρβλ. Ἀποσπ. 586· ξυνουσίᾳ καὶ χρόνου τριβῇ Πλάτ. Πολ. 493Β· ἀξίαν τριβὴν ἔχει, ὁ [[χρόνος]] [[καλῶς]] ἐδαπανήθη, Αἰσχύλ. Πρ. 639· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]], ὃν διέρχεταί τις εὐχαρίστως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. 2) [[διατριβή]], βραδύτης, ἀναβολή, ἐς τιβὰς ἐλᾶν, ζητεῖν ἀναβολάς, Σοφ. Ο. Τ. 1160· τριβὰς πορίζειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 385· καὶ παραλειπομένου τοῦ ῥήματος (πρβλ. [[πρόφασις]] Ι. 2. ζ), μὴ τριβὰς ἔτι, μὴ ἀναβολὰς πλέον, Σοφ. Ἀντ. 577· τριβῆς [[ἕνεκα]] καὶ ἀνακωχῆς Θουκ. 8. 87· [[μετὰ]] τρ. πάσης Ἐπιστ. Πλάτ. 344Β· τριβὴν λαμβάνει ὁ [[πόλεμος]] Πολύβ. 1. 20, 9, πρβλ. [[διατριβή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’user, de consumer, d’épuiser;<br /><b>2</b> pratique consommée, longue expérience;<br /><b>3</b> action de traîner en longueur, retard, délai, lenteur : μὴ τριβὰς [[ἔτι]] SOPH plus de retard, ne tardez plus ; <i>particul.</i> action <i>ou</i> manière d’occuper le temps, passe-temps;<br /><b>4</b> occupation, objet de soins <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |