Anonymous

τένθης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τένθης''': -ου, ὁ (τένθω) [[λαίμαργος]], [[λίχνος]], «λιχούδης», Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 14, Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1009, 1120, πρβλ. [[προτένθης]].- Καθ’ Ἡσύχ.: «τένθαι· λωποδύται. μοιχοί».
|lstext='''τένθης''': -ου, ὁ (τένθω) [[λαίμαργος]], [[λίχνος]], «λιχούδης», Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 14, Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1009, 1120, πρβλ. [[προτένθης]].- Καθ’ Ἡσύχ.: «τένθαι· λωποδύται. μοιχοί».
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />gourmand.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τέμνω]].
}}
}}