3,274,399
edits
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τερμιόεις''': εσσα, εν, ([[τέρμα]]) ὁ ἐκτεινόμενος [[μέχρι]] τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, «[[ποδήρης]], ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. [[ποδήρης]], Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν [[μέχρι]] τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, [[πρέπον]]». | |lstext='''τερμιόεις''': εσσα, εν, ([[τέρμα]]) ὁ ἐκτεινόμενος [[μέχρι]] τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, «[[ποδήρης]], ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. [[ποδήρης]], Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν [[μέχρι]] τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, [[πρέπον]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui descend jusqu’aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμιος]]. | |||
}} | }} |