3,277,119
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρύγᾰνον''': [ῡ], τό, ([[φρύγω]]) ὡς καὶ νῦν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. φρύγανα, ξηρὰ ξύλα, ξηροὶ θάμνοι, κλάδοι κλπ. χρήσιμοι πρὸς καῦσιν, «τσάκνα», Λατ. sarmenta virgulla, Ἡρόδ. 4. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, πρβλ. [[φρύγω]] Ι· φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 20, 5· ― τὸ ἑνικὸν μόνον ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, = τὰ φρύγανα· μαντικῶς τὸ φρ. τίθεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026· τὸ φρ. ἐπικαίουσι Πλούτ. 2. 553C. II. Ὁ Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1, μνημονεύει τὰ φρύγανα ὡς ἰδιαιτέραν τάξιν ἢ διαίρεσιν τοῦ φυτικοῦ βασιλείου διακρινομένην ἀπὸ τῶν τάξεων τῶν δένδρων, θάμνων, ποῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύγανα· ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά». | |lstext='''φρύγᾰνον''': [ῡ], τό, ([[φρύγω]]) ὡς καὶ νῦν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. φρύγανα, ξηρὰ ξύλα, ξηροὶ θάμνοι, κλάδοι κλπ. χρήσιμοι πρὸς καῦσιν, «τσάκνα», Λατ. sarmenta virgulla, Ἡρόδ. 4. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, πρβλ. [[φρύγω]] Ι· φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 20, 5· ― τὸ ἑνικὸν μόνον ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, = τὰ φρύγανα· μαντικῶς τὸ φρ. τίθεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026· τὸ φρ. ἐπικαίουσι Πλούτ. 2. 553C. II. Ὁ Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1, μνημονεύει τὰ φρύγανα ὡς ἰδιαιτέραν τάξιν ἢ διαίρεσιν τοῦ φυτικοῦ βασιλείου διακρινομένην ἀπὸ τῶν τάξεων τῶν δένδρων, θάμνων, ποῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύγανα· ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />menu bois mort, broussailles.<br />'''Étymologie:''' [[φρύγω]]. | |||
}} | }} |