Anonymous

χελώνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χελώνη''': ἡ, ὡς τὸ [[χέλυς]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 42, 48, Ἡρόδ. 1. 47, 48· χ. χερσαία (ἴδε κατωτ. 2) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 1· παροιμ. ἐπὶ τῶν ἀναισθητούντων, χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ἀριστοφ. Σφ. 429, 1292, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 278, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 9· ἐπὶ βραδύτητος ἐν τῷ κινεῖσθαι, εἰ χελώνην, τὸ τοῦ λόγου, [[μετόπισθε]] διώκει Ἀδράστου ταχὺς [[ἵππος]] Πλούτ. 2. 1082Ε, κλπ. 2) ποντιὰς χ., [[χελώνη]] τῆς θαλάσσης, Κράτης ὁ Κωμικ. ἐν «Σαμίοις» 1· χ. [[θαλασσία]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 1, πρβλ. Παυσ. 1. 44, 8. ΙΙ. τὸ [[ὄστρακον]] τῆς χελώνης, Φίλων 2. 478, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 187· [[ἐντεῦθεν]], 2) ὠς τὸ [[χέλυς]], ἡ [[λύρα]], Πλούτ. 2. 1030Β. ΙΙΙ. ἔχει πολλὰς δευτερεύουσας σημασίας, 1) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ὡς τὸ Ρωμαϊκὸν testudo, ἡ διὰ τῶν συμφραττομένων ἀσπίδων τῶν στρατιωτῶν σχηματιζομένη [[σκέπη]] λαμβάνουσα [[σχῆμα]] ῥάχεως χελώνης, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπλησίαζον πρὸς τὰ τείχη πολιορκουμένης πόλεως οἱ ἐφορμῶντες πρὸς αὐτὴν στρατιῶται [[ὅπως]] κυριεύσωσιν αὐτὴν ἐξ ἐφόδου, [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἡ κινητὴ [[σκέπη]] ἢ ὀροφὴ ἡ προφυλάττουσα τοὺς ὑπὸ τὰ τείχη ἐργαζομένους πολιορκητάς, [[χελώνη]] ξυλίνη, ποιησάμενος αὖ χελώνην ξυλίνην ἐπέστησεν ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7· - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προσδιορισμῶν ἐπιθετικῶν, χ. [[χωστρίς]], πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν σκαπανέων, Πολύβ. 9. 41, 1., 10. 31. 8· [[κριοφόρος]]. πρὸς ὑπεράσπισιν τοῦ κριοῦ, Διόδ. 20. 48 κλπ.· πρβλ. [[γερροχελώνη]]. 2) [[εἶδος]] κατασκευάσματος τετραγώνου, (ἐφ’ οὗ ἐτίθεντο μεγάλα βάρη πρὸς μετακίνησιν) ἔχον [[κάτωθεν]] τροχοὺς ἢ κυλίνδρους. Πάππος σ. 489. 3) [[ὑποπόδιον]], Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 589Α, Ἡσύχ., Σουΐδ. 4) [[νόμισμα]] φέρον τὸν τύπον χελώνης, κατ’ ἀρχὰς μὲν κοπὲν ἐν Αἰγίνῃ, ἀκολούθως δὲ κυκλοφορούμενον καθ’ ἅπασαν τὴν Πελοπόννησον, Ἡσύχ., [[Πολυδ]]. Θ΄, 74· πρβλ. [[καλλιχέλωνος]]. 5) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ὠσ. ΙΒ΄, 11) χελῶναι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] λοφίσκοι. 6) «καὶ ἡ [[τρόπις]] τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπὲς» Ἡσύχ.
|lstext='''χελώνη''': ἡ, ὡς τὸ [[χέλυς]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 42, 48, Ἡρόδ. 1. 47, 48· χ. χερσαία (ἴδε κατωτ. 2) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 1· παροιμ. ἐπὶ τῶν ἀναισθητούντων, χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ἀριστοφ. Σφ. 429, 1292, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 278, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 9· ἐπὶ βραδύτητος ἐν τῷ κινεῖσθαι, εἰ χελώνην, τὸ τοῦ λόγου, [[μετόπισθε]] διώκει Ἀδράστου ταχὺς [[ἵππος]] Πλούτ. 2. 1082Ε, κλπ. 2) ποντιὰς χ., [[χελώνη]] τῆς θαλάσσης, Κράτης ὁ Κωμικ. ἐν «Σαμίοις» 1· χ. [[θαλασσία]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 1, πρβλ. Παυσ. 1. 44, 8. ΙΙ. τὸ [[ὄστρακον]] τῆς χελώνης, Φίλων 2. 478, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 187· [[ἐντεῦθεν]], 2) ὠς τὸ [[χέλυς]], ἡ [[λύρα]], Πλούτ. 2. 1030Β. ΙΙΙ. ἔχει πολλὰς δευτερεύουσας σημασίας, 1) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ὡς τὸ Ρωμαϊκὸν testudo, ἡ διὰ τῶν συμφραττομένων ἀσπίδων τῶν στρατιωτῶν σχηματιζομένη [[σκέπη]] λαμβάνουσα [[σχῆμα]] ῥάχεως χελώνης, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπλησίαζον πρὸς τὰ τείχη πολιορκουμένης πόλεως οἱ ἐφορμῶντες πρὸς αὐτὴν στρατιῶται [[ὅπως]] κυριεύσωσιν αὐτὴν ἐξ ἐφόδου, [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἡ κινητὴ [[σκέπη]] ἢ ὀροφὴ ἡ προφυλάττουσα τοὺς ὑπὸ τὰ τείχη ἐργαζομένους πολιορκητάς, [[χελώνη]] ξυλίνη, ποιησάμενος αὖ χελώνην ξυλίνην ἐπέστησεν ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7· - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προσδιορισμῶν ἐπιθετικῶν, χ. [[χωστρίς]], πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν σκαπανέων, Πολύβ. 9. 41, 1., 10. 31. 8· [[κριοφόρος]]. πρὸς ὑπεράσπισιν τοῦ κριοῦ, Διόδ. 20. 48 κλπ.· πρβλ. [[γερροχελώνη]]. 2) [[εἶδος]] κατασκευάσματος τετραγώνου, (ἐφ’ οὗ ἐτίθεντο μεγάλα βάρη πρὸς μετακίνησιν) ἔχον [[κάτωθεν]] τροχοὺς ἢ κυλίνδρους. Πάππος σ. 489. 3) [[ὑποπόδιον]], Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 589Α, Ἡσύχ., Σουΐδ. 4) [[νόμισμα]] φέρον τὸν τύπον χελώνης, κατ’ ἀρχὰς μὲν κοπὲν ἐν Αἰγίνῃ, ἀκολούθως δὲ κυκλοφορούμενον καθ’ ἅπασαν τὴν Πελοπόννησον, Ἡσύχ., [[Πολυδ]]. Θ΄, 74· πρβλ. [[καλλιχέλωνος]]. 5) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ὠσ. ΙΒ΄, 11) χελῶναι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] λοφίσκοι. 6) «καὶ ἡ [[τρόπις]] τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπὲς» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> tortue, <i>animal</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> toit pour abriter les travailleurs et les machines de siège autour d’une place assiégée;<br /><b>2</b> écaille de lyre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. sl. zelu « tortue ».
}}
}}