Anonymous

τρικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐκάρηνος''': [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τρικέφαλος]], ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., τρ. [[ὄφις]] 9. 81.
|lstext='''τρῐκάρηνος''': [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τρικέφαλος]], ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., τρ. [[ὄφις]] 9. 81.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois têtes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κάρηνον]].
}}
}}