Anonymous

τρισάθλιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισάθλιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[ἄθλιος]], [[πανάθλιος]], Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
|lstext='''τρισάθλιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[ἄθλιος]], [[πανάθλιος]], Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />trois fois malheureux, très malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄθλιος]].
}}
}}