Anonymous

ὑποδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω [[ὑποκάτω]], τὰς ἁμαξίδας ὑπ. τῇσι οὐρῇσι, ἐπί τινων προβάτων ἐχόντων μακρὰν οὐράν, Ἡρόδ. 3. 113. ΙΙ. ὑποδένω τοὺς πόδας, προσδένω ὑπ’ αὐτοὺς σανδάλια ἢ ὑποδήματα, [[διότι]] τῶν ἀρχαίων τὰ πέδιλα ἢ σανδάλια ἐδένοντο ἐπὶ τοῦ ποδὸς διὰ λωρίων, «δι’ ὃ τὰς εἰς πόλεμον ἰούσας (δηλ. καμήλους) ὑποδοῦσι καρβατίναις, [[ὅταν]] ἀλγήσωσιν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 24, Παυσ. 10. 25, 2· [[οὕτως]] ὁ Badham ἀποκαθιστᾷ: ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, ἀντὶ ὑπὸ ποδῶν, Πλάτ. Πρωτ. 321Α· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ., δένω ὑπὸ τοὺς πόδας μου, βάλλω τὰ ὑποδήματά μου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπολύομαι ([[ἐκβάλλω]] αὐτά), οἱ δὲ βαδίζουσ’ ὑποδησάμενοι [[νύκτωρ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 492· ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ξεν., κλπ.: ὑποδουμένη, ἐν ᾧ ἐφόρουν τὰ ὑποδήματά μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 ὑποδεῖται, ἵνα ἐξέλθῃ ἢ φύγῃ, Φερεκράτης ἐν «Χείρωνι» 3· οἱ [[ἔμπαλιν]] ὑποδούμενοι (ἴδε [[ἔμπαλιν]] ΙΙ) Πλάτ. Θεαίτ. 193C· ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα... τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. μετ’ αἰτ., 1) ἐπὶ τοῦ πράγματος τὸ ὁποῖον τις φορεῖ εἰς τοὺς πόδας, ὑποδησάμενος καθόρνους Ἡρόδ. 1. 155., 6. 125· [[ὑπόδημα]] 6. 1· τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 269· Σκυθικὰς Ἀλκαῖος 101 ὑπεδησάμην... τὰς [[ἐμβάδας]] Εὔβουλος ἐν «Δόλωνι» 1· πρβλ. [[ὑποδύω]] ΙΙ. 1. β· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποδήματα, βλαύτας ὑποδεδεμένος, φορῶν βλαύτας, «παντούφλας», Πλάτ. Γοργ. 490Ε, Συμπ. 174Α· ἁπλᾶς ὑποδεδέσθαι Δημ. 1267. 22· καὶ ἀπολ., ὑποδεδεμένοι, ἔχοντες τὰ ὑποδήματά των, φοροῦντες αὐτά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· [[ὥσπερ]] ὑποδεδ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 23· ἤ, 2) ἐπὶ τοῦ ποδός, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], ἔχοντες [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], Θουκ. 3. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 64· [[θάτερον]] δὲ ([[πόδα]]) σανδάλῳ ὑποδεδ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22. ― Πρβλ. [[ὑπόδημα]].
|lstext='''ὑποδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω [[ὑποκάτω]], τὰς ἁμαξίδας ὑπ. τῇσι οὐρῇσι, ἐπί τινων προβάτων ἐχόντων μακρὰν οὐράν, Ἡρόδ. 3. 113. ΙΙ. ὑποδένω τοὺς πόδας, προσδένω ὑπ’ αὐτοὺς σανδάλια ἢ ὑποδήματα, [[διότι]] τῶν ἀρχαίων τὰ πέδιλα ἢ σανδάλια ἐδένοντο ἐπὶ τοῦ ποδὸς διὰ λωρίων, «δι’ ὃ τὰς εἰς πόλεμον ἰούσας (δηλ. καμήλους) ὑποδοῦσι καρβατίναις, [[ὅταν]] ἀλγήσωσιν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 24, Παυσ. 10. 25, 2· [[οὕτως]] ὁ Badham ἀποκαθιστᾷ: ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, ἀντὶ ὑπὸ ποδῶν, Πλάτ. Πρωτ. 321Α· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ., δένω ὑπὸ τοὺς πόδας μου, βάλλω τὰ ὑποδήματά μου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπολύομαι ([[ἐκβάλλω]] αὐτά), οἱ δὲ βαδίζουσ’ ὑποδησάμενοι [[νύκτωρ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 492· ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ξεν., κλπ.: ὑποδουμένη, ἐν ᾧ ἐφόρουν τὰ ὑποδήματά μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 ὑποδεῖται, ἵνα ἐξέλθῃ ἢ φύγῃ, Φερεκράτης ἐν «Χείρωνι» 3· οἱ [[ἔμπαλιν]] ὑποδούμενοι (ἴδε [[ἔμπαλιν]] ΙΙ) Πλάτ. Θεαίτ. 193C· ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα... τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. μετ’ αἰτ., 1) ἐπὶ τοῦ πράγματος τὸ ὁποῖον τις φορεῖ εἰς τοὺς πόδας, ὑποδησάμενος καθόρνους Ἡρόδ. 1. 155., 6. 125· [[ὑπόδημα]] 6. 1· τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 269· Σκυθικὰς Ἀλκαῖος 101 ὑπεδησάμην... τὰς [[ἐμβάδας]] Εὔβουλος ἐν «Δόλωνι» 1· πρβλ. [[ὑποδύω]] ΙΙ. 1. β· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποδήματα, βλαύτας ὑποδεδεμένος, φορῶν βλαύτας, «παντούφλας», Πλάτ. Γοργ. 490Ε, Συμπ. 174Α· ἁπλᾶς ὑποδεδέσθαι Δημ. 1267. 22· καὶ ἀπολ., ὑποδεδεμένοι, ἔχοντες τὰ ὑποδήματά των, φοροῦντες αὐτά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· [[ὥσπερ]] ὑποδεδ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 23· ἤ, 2) ἐπὶ τοῦ ποδός, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], ἔχοντες [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], Θουκ. 3. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 64· [[θάτερον]] δὲ ([[πόδα]]) σανδάλῳ ὑποδεδ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22. ― Πρβλ. [[ὑπόδημα]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />attacher sous : ἁμαξίδας ὑπ. [[τῇσι]] οὐρῇσι HDT attacher des chariots sous la queue (de petits moutons à longue queue);<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποδέομαι-οῦμαι attacher sous soi : ὑπ. κοθόρνους HDT ses cothurnes ; se chausser : ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα THC ayant le pied gauche chaussé ; <i>abs.</i> ὑποδεδεμένοι XÉN étant chaussés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δέω]]¹.
}}
}}