3,274,216
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπωρόφιος''': -ον, καὶ α, ον, Πινδ. Π. 1. 188· ([[ὄροφος]])· ― ὁ ὑπὸ τὴν ὀροφήν, ὑπὸ στέγην, ἐντὸς οἰκίας, Ἰλ. Ι. 640· τόξα. νηῷ Ἀθηναίης κεῖται ὑπωρόφια [[Σιμωνίδης]] 143 (200)· φόρμιγγες ὑπ., αἱ ἐν τῇ αἰθούσῃ ἠχοῦσαι κιθάραι, Πινδ. Π. 1· 1. 189· ὑπωρ. φάλαγγες (ἀράχναι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1314· ὑπωρ. δόμοι = ὑπερῷα, Μόσχ. 2. 6. 2) ὑπωροφία (ἐξυπακ. [[χώρα]]), ἡ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὴν ὀροφὴν ἢ τὴν σκιάδα, Διοσκ. 18. 26· καπνώδεις ὑπ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 13. | |lstext='''ὑπωρόφιος''': -ον, καὶ α, ον, Πινδ. Π. 1. 188· ([[ὄροφος]])· ― ὁ ὑπὸ τὴν ὀροφήν, ὑπὸ στέγην, ἐντὸς οἰκίας, Ἰλ. Ι. 640· τόξα. νηῷ Ἀθηναίης κεῖται ὑπωρόφια [[Σιμωνίδης]] 143 (200)· φόρμιγγες ὑπ., αἱ ἐν τῇ αἰθούσῃ ἠχοῦσαι κιθάραι, Πινδ. Π. 1· 1. 189· ὑπωρ. φάλαγγες (ἀράχναι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1314· ὑπωρ. δόμοι = ὑπερῷα, Μόσχ. 2. 6. 2) ὑπωροφία (ἐξυπακ. [[χώρα]]), ἡ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὴν ὀροφὴν ἢ τὴν σκιάδα, Διοσκ. 18. 26· καπνώδεις ὑπ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou poét.</i> α, ον :<br /><b>1</b> situé sous le toit, qui vit sous les toits;<br /><b>2</b> qui vit sous un toit, dans une maison, qui se renferme dans la maison.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὄροφος]]. | |||
}} | }} |