Anonymous

φώς: Difference between revisions

From LSJ
489 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φώς''': γεν. φωτός, ὁ· δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί· (πιθ. ἐκ τῆς √ΦΥ, φύω, καὶ οὕτω [[κυρίως]] =, φύσας). Ποιητ. [[ὄνομα]], σπανίως εὑρισκόμενον παρὰ τοῖς κωμ., [[οἷον]] παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 520, Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 3· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἀνήρ]], [[ἐνίοτε]] [[μάλιστα]] παρατίθενται τὰ δύο ὡς ἰσοδύναμα, δύο δ’ [[οὔπω]] φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω... Ἰλ. Ρ. 377· [[ἀλλότριος]] φ. Ε. 214, πρβλ. Λ. 462, 613, κ. ἀλλ.· ― [[ἐνίοτε]] ἐμφατικῶς, [[γενναῖος]] [[ἀνήρ]], [[ἥρως]], Μαχάονα [[δεῦρο]] κάλεσσον, φῶτ’, Ἀσκληπιοῦ υἱὸν Ἰλ. Δ. 193, πρβλ. Φ. 545, Ὀδ. Φ. 26, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 45· (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τίθεται ἀείποτε ὡς πρώτη [[λέξις]] τοῦ στίχου)· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς [[εἴτε]] ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 499, Σοφ. Ἀντιγ. 107, Τραχ. 177· ἢ ἐπὶ ἀνδρῶν [[καθόλου]], Αἰσχύλου Πέρσ. 242, Ἀγ. 398, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 281, 1018, κτλ.· ὦ σκῆπτρα φωτός, δηλ. ἐμοῦ, [[αὐτόθι]] 1109· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ὀνομάτων, φῶτες Αἰγεΐδαι Πινδ. Π. 5. 100· κλωπὸς φωτὸς Εὐρ. Ρῆσ. 709. ΙΙ. [[ἀνήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γυναῖκα, Ὀδ. Ζ. 129, Σοφ. Ἀντιγ. 910, Τραχ. 177, κτλ.· δύ’ οἰκτρὼ φῶτε, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Εὐρ. Ἠλ. 1094, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 249. ΙΙΙ. [[ἄνθρωπος]], [[θνητός]], [[βροτός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς θεόν, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Ἰλ. Ρ. 98· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Αἰσχύλ. Πρ. 549· φῶτα βρότειον Εὐρ. Βάκχ. 542.
|lstext='''φώς''': γεν. φωτός, ὁ· δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί· (πιθ. ἐκ τῆς √ΦΥ, φύω, καὶ οὕτω [[κυρίως]] =, φύσας). Ποιητ. [[ὄνομα]], σπανίως εὑρισκόμενον παρὰ τοῖς κωμ., [[οἷον]] παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 520, Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 3· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἀνήρ]], [[ἐνίοτε]] [[μάλιστα]] παρατίθενται τὰ δύο ὡς ἰσοδύναμα, δύο δ’ [[οὔπω]] φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω... Ἰλ. Ρ. 377· [[ἀλλότριος]] φ. Ε. 214, πρβλ. Λ. 462, 613, κ. ἀλλ.· ― [[ἐνίοτε]] ἐμφατικῶς, [[γενναῖος]] [[ἀνήρ]], [[ἥρως]], Μαχάονα [[δεῦρο]] κάλεσσον, φῶτ’, Ἀσκληπιοῦ υἱὸν Ἰλ. Δ. 193, πρβλ. Φ. 545, Ὀδ. Φ. 26, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 45· (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τίθεται ἀείποτε ὡς πρώτη [[λέξις]] τοῦ στίχου)· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς [[εἴτε]] ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 499, Σοφ. Ἀντιγ. 107, Τραχ. 177· ἢ ἐπὶ ἀνδρῶν [[καθόλου]], Αἰσχύλου Πέρσ. 242, Ἀγ. 398, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 281, 1018, κτλ.· ὦ σκῆπτρα φωτός, δηλ. ἐμοῦ, [[αὐτόθι]] 1109· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ὀνομάτων, φῶτες Αἰγεΐδαι Πινδ. Π. 5. 100· κλωπὸς φωτὸς Εὐρ. Ρῆσ. 709. ΙΙ. [[ἀνήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γυναῖκα, Ὀδ. Ζ. 129, Σοφ. Ἀντιγ. 910, Τραχ. 177, κτλ.· δύ’ οἰκτρὼ φῶτε, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Εὐρ. Ἠλ. 1094, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 249. ΙΙΙ. [[ἄνθρωπος]], [[θνητός]], [[βροτός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς θεόν, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Ἰλ. Ρ. 98· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Αἰσχύλ. Πρ. 549· φῶτα βρότειον Εὐρ. Βάκχ. 542.
}}
{{bailly
|btext=[[φωτός]] (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br /><i>gén. pl.</i> [[φωτῶν]];<br /><i>poét. c.</i> [[ἀνήρ]] : homme, <i>d’où</i><br /><b>1</b> (ὁ, ἡ) être humain, homme <i>ou</i> femme : [[φωτῶν]] [[γένος]] ESCHL la race des hommes ; <i>particul.</i> mortel <i>p. opp. aux dieux</i>;<br /><b>2</b> homme de haut rang <i>en parl. des héros, des chefs, des grands ; au sens collect.</i> troupe de guerriers.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]].
}}
}}