Anonymous

φύραμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύρᾱμα''': τό, τὸ φυρώμενον δι’ ὕδατος καὶ ζυμούμενον [[ἄλευρον]], κοινῶς ζυμάρι, Τουρ. «χαμοῦρι», Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 11, Ἀριστ. Προβλ. 21. 18, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Η΄, 3., ΙΒ΄, 24, κ. ἀλλ.), Πρὸς Γαλ. Ἐπιστ. ε΄, 9, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς συνθέτου, Φίλων 1. 184, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 68, Ἐκκλ. 2) [[καθόλου]], [[μῖγμα]], ἀέρος καὶ πυρὸς Πλούτ. 2. 922Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., κολλήσεις, [[αὐτόθι]] 811C.
|lstext='''φύρᾱμα''': τό, τὸ φυρώμενον δι’ ὕδατος καὶ ζυμούμενον [[ἄλευρον]], κοινῶς ζυμάρι, Τουρ. «χαμοῦρι», Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 11, Ἀριστ. Προβλ. 21. 18, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Η΄, 3., ΙΒ΄, 24, κ. ἀλλ.), Πρὸς Γαλ. Ἐπιστ. ε΄, 9, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς συνθέτου, Φίλων 1. 184, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 68, Ἐκκλ. 2) [[καθόλου]], [[μῖγμα]], ἀέρος καὶ πυρὸς Πλούτ. 2. 922Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., κολλήσεις, [[αὐτόθι]] 811C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />masse délayée <i>ou</i> pétrie ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> <i>au pl.</i> τὰ φυράματα ciment;<br /><b>2</b> mélange d’air et de feu.<br />'''Étymologie:''' [[φυράω]].
}}
}}