Anonymous

ὑφαλμυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφαλμῠρίζω''': εἶμαι [[ὑφάλμυρος]], ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) [[ἐπίπαγος]] ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.
|lstext='''ὑφαλμῠρίζω''': εἶμαι [[ὑφάλμυρος]], ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) [[ἐπίπαγος]] ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.
}}
{{bailly
|btext=être un peu salé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἁλμυρός]].
}}
}}