3,274,246
edits
(6_4) |
(big3_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρόψωλος''': «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ [[ἀσχήμων]] κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960). | |lstext='''ἀκρόψωλος''': «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ [[ἀσχήμων]] κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[desnudo en la punta]]del pene, Sud.s.u. ψωλός. | |||
}} | }} |