Anonymous

βήρυλλος: Difference between revisions

From LSJ
big3_8
(6_11)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βήρυλλος''': ἡ, πολύτιμός τις [[λίθος]] χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. [[λίθος]] Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, ὁ, Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, [[αὐτόθι]].
|lstext='''βήρυλλος''': ἡ, πολύτιμός τις [[λίθος]] χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. [[λίθος]] Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, ὁ, Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><b class="num">1</b> mineral. [[berilo]] LXX <i>To</i>.13.17, D.P.1012, Plu.<i>Fluu</i>.18.3, Luc.<i>VH</i> 2.11, Triph.70, <i>PHolm</i>.47, 48, <i>AP</i> 9.544 (Adaeus), Hsch.<br /><b class="num">2</b> bot., una [[planta]] prob. la misma que [[βηρύλλιος]] Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Término de origen indio, cf. prácrito <i>veruliya</i>- de <i>veḷuriya</i>-, palabra dravídica seguramente de <i>Vēḷur</i>, n. de una ciu. de la India.
}}
}}