Anonymous

ἐκβλητικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_11)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
}}
}}