Anonymous

γήχυτον: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(6_21)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γήχῠτον''': τό, (χέω) τὸ [[μαλακὸν]], τὸ μὴ λιθῶδες [[ἔδαφος]] ἢ [[χῶμα]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, Γαλην. Γλωσσ. Ἱππ. σ. 452.
|lstext='''γήχῠτον''': τό, (χέω) τὸ [[μαλακὸν]], τὸ μὴ λιθῶδες [[ἔδαφος]] ἢ [[χῶμα]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, Γαλην. Γλωσσ. Ἱππ. σ. 452.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό [[tierra suelta]], [[mantillo]] Hp. en Gal.19.91, Hsch.
}}
}}