Anonymous

ἀνεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_10)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.
|lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sufrido]], [[paciente]] c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual</i> Arr.<i>Epict</i>.2.22.36, [[διδαχή]] Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.768C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[pacientemente]] ἀκροᾶσθαι Hierocl.<i>in CA</i> 12.6.
}}
}}