3,273,733
edits
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> διΐξομαι, <i>ao.2</i> διϊκόμην;<br /><b>1</b> passer par, pénétrer à travers;<br /><b>2</b> parcourir par la parole, raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἱκνέομαι]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> διΐξομαι, <i>ao.2</i> διϊκόμην;<br /><b>1</b> passer par, pénétrer à travers;<br /><b>2</b> parcourir par la parole, raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἱκνέομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διίξομαι <i>Il</i>.9.61, <i>h.Cer</i>.416, Nonn.<i>D</i>.48.422; aor. 2<sup>a</sup>sg. διίκεο <i>Il</i>.19.186, A.R.2.411, Q.S.12.76]<br /><b class="num">I</b> tr. c. suj. de pers. [[narrar]], [[contar]] ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι <i>Il</i>.9.61, ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας <i>Il</i>.19.186, cf. A.R.l.c., πάντα διίξομαι ὡς ἐρεείνεις <i>h.Cer</i>.416, ταῦτα μὲν ... θαρσαλέως μάλα πάντα διίκεο todo eso lo has contado muy valientemente</i> Q.S.l.c., ἀλλὰ τί σοι τάδε πάντα διίξομαι; Nonn.l.c.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> gener. de abstr. [[llegar a través de]], [[penetrar]] c. giro prep. οὐ γὰρ διικνεῖται ἡ ψύξις εἰς βάθος Arist.<i>Pr</i>.893<sup>a</sup>14, cf. 911<sup>b</sup>18, <i>GA</i> 747<sup>a</sup>8, ἐπὶ πᾶν διικνεῖσθαι πέφυκε τὸ θεῖον Arist.<i>Mu</i>.397<sup>b</sup>33, ἀναβάλλουσιν τὴν κάτωθεν (γῆν) ἐφ' ὅσον διικνεῖται τὸ ὕδωρ Thphr.<i>CP</i> 3.20.4, cf. 6.1, 5.9.2, διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν φύσιν τῶν φλεβῶν (ἐπὶ ... τοὺς κάτω τόπους) Erasistr.230, ἡ τῶν ἀρωμάτων φύσις ... διικνουμένη πρὸς τὰ λεπτομερέστατα τῆς αἰσθήσεως D.S.3.46, φωνὰ δ' ἐστὶ μὲν πλᾶξις ἐν ἀέρι διικνουμένα ποτὶ τὰν ψυχὰν δι' ὤτων Ti.Locr.101a, οὐδὲ [[ἀπόρροια]] διικνεῖται ἀπὸ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐπὶ τὴν γῆν Gem.17.16, cf. 17, 34, Plu.2.148d, Gal.1.288, (σεισμοί) ὅσοι ... ἐπὶ μήκιστον διικνοῦνται τῆς γῆς Paus.7.24.7, cf. Hld.2.2.1, οἷον εἰ ἐν κηρῷ βαθεῖ διικνοῖτο εἰς ἔσχατον ... τύπος Plot.4.4.13, cf. 2.9.16, τὸν ἔξωθεν ἀέρα κατὰ βάθους διικνεῖσθαι τοῦ σώματος Ps.Dicaearch.2.5, ὥστε δι' [[αὐτοῦ]] (τοῦ ἀέρος) ... διικνεῖσθαι τὴν ὅρασιν Arr.<i>Epict</i>.2.23.4, τὸ τοιοῦτον γιγνόμενον ... μέχρι τῶν θηρίων διικνεῖται D.Chr.12.35, cf. Luc.<i>Luct</i>.19, <i>Philops</i>.2, διῖκτο δ' ἡ [[δόξα]] μέχρι τοῦ Περσῶν βασιλέως Plu.<i>Dem</i>.20, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ... διϊκνούμενος [[ἄχρι]] μερισμοῦ ψυχῆς <i>Ep.Hebr</i>.4.12, fig. ἡ δ' ὑστάτη (εὐεργεσία) ... ἐς ὑμᾶς αὐτοὺς διικνεομένη Hp.<i>Or.Thess</i>.40<br /><b class="num">•</b>sin rég. prep. [[alcanzar]] διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν ὄψιν Arist.<i>Mete</i>.374<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[transmitirse]] θᾶττον ἔτι διικνοῖτ' ἂν ἡ [[αἴσθησις]] la sensación se transmitiría aún más rápidamente</i> Arist.<i>de An</i>.423<sup>a</sup>5, cf. <i>Mete</i>.378<sup>a</sup>6 (cód.), βραδέως δὲ τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου Plu.<i>Nic</i>.27<br /><b class="num">•</b>de los rayos de luz o del fuego [[propagarse]] (τὸ πῦρ) ... διῖκτο πρὸς θάτερον πέρας Plu.<i>Alex</i>.35, ὁ δὲ νεφώδης ἀὴρ ῥᾳδίως διικνουμένας ἔχει τὰς ἀκτῖνας [[ἅτε]] μηδὲν ἔχων βάθος Cleom.2.4.104.<br /><b class="num">2</b> de armas [[alcanzar]], [[dar]] en el blanco, c. giro prep. τὰ βέλη ... πρὸς τὰ νῶτα τῶν ἀντιπροσώπων ... διικνεῖσθαι D.S.17.42, fig., c. dat. διϊκνούμενος ταῖς Μούσαις alcanzando a las Musas</i> Sch.Pi.<i>N</i>.9.127b<br /><b class="num">•</b>sin rég. prep. [[dar en el blanco]] διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ [[ἄνωθεν]] Th.7.79, τοξότης δ' ἂν ὁ θεὸς παρεισάγοιτο κατά τε τὸ πανταχοῦ διικνεῖσθαι de Heracles, Corn.<i>ND</i> 31.<br /><b class="num">3</b> ref. al tiempo [[transcurrir]] διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.1. | |||
}} | }} |