Anonymous

χρυσόκολλος: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_17)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόκολλος''': -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, [[ἔκπωμα]] Σοφ. Ἀποσπ. 68· [[κώπη]] Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος [[δίφρος]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29.
|lstext='''χρῡσόκολλος''': -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, [[ἔκπωμα]] Σοφ. Ἀποσπ. 68· [[κώπη]] Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος [[δίφρος]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[χρυσόδετος]] («κώπην χρυσόκολλον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀστεό</i>-<i>κολλος</i>].
}}
}}