Anonymous

χύτλον: Difference between revisions

From LSJ
1,151 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />liquide.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
|btext=ου (τό) :<br />liquide.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μίγμα]] νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χύτλα</i><br />το [[νερό]] για το [[λουτρό]] («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> τρεχούμενο [[νερό]] («[[πολυδέγμων]] [[λόφος]], ἐξ οὗ τὰ [[πάντα]] χύτλα...», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>4.</b> χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θλον</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐχέ</i>-<i>τλη</i>, <i>χίμε</i>-<i>τλον</i>)].
}}
}}