band
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. δεσμός, ὁ. V. ἅμμα, τό.
for the head: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plato but rare P.), V. στέφος, τό, ἀνάδημα, τό, ἄνδημα, τό, P. ταινία, ἡ.
for the hair: Ar. and V. μίτρα, ἡ.
for the waist: P. and V. ζώνη, ἡ, V. ζωστήρ, ὁ, Ar. and V. ζῶμα, τό.
twisted bands of thongs: V. πλεκταὶ ἱμάντων στροφίδες (Euripides, andr. 718).
collection of people: P. and V. ὅμιλος, ὁ, σύλλογος, ὁ, σύστασις, ἡ, V. χορός, ὁ (rare P.), στόλος, ὁ, λόχος, ὁ, ὁμιλία, ἡ, ὁμήγυρις, ἡ, πανήγυρις, ἡ.
band of revellers: P. and V. θίασος, ὁ, V. κῶμος, ὁ.
band of soldiers: P. and V. τάξις, ἡ, λόχος, ὁ.
with a large band: V. πολλῇ χειρί.
verb transitive
unite together: P. and V. συνάγειν, P. συνιστάναι.
verb intransitive P. and V. συνέρχεσθαι, Ar. and P. συνίστασθαι.
Dutch > Greek
δέσμα, δεσμός, ζευκτήριος, ζυγόν, ζωστήρ, ζώστρα, ζῶστρον, κύκλος, πέζα, στρόφιον, στροφίς, σύνδεσμος, σύνδετος, σφιγκτήρ