P. and V. ἀρετή, ἡ, ἀνδρεία, ἡ, θάρσος, τό, θράσος, τό, τόλμα, ἡ, τἀνδρεῖον, θυμός, ὁ, εὐψυχία, ἡ, Ar. and V. λῆμα, τό, V. εὐτολμία, ἡ, εὐανδρία, ἡ.
take courage, v.; P. and V. θαρσεῖν, θρασύνεσθαι, V. θαρσύνειν.
regain courage: Ar. and P. ἀναθαρσεῖν.