desorden
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Spanish > Greek
διασπασμός, διατροπή, ἐναλλαγή, ἀκοσμία, ἀσυνταξία, ἀλαλία, ἀταξία, τὸ ἀδιάθετον, διαφθορά, διασκορπισμός, ἔκταξις, ἀλυκτοσύνη, ἀθεσμοσύνη, ἀνομία, ἀκαταστασία, δυσνομίη, ἀλογία, ἀναστροφή