est

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) est, 3e pers. ind. prés. de sum.
(2) ēst, 3e pers. ind. prés. de edo 1.