fija
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Spanish > Greek
ἐγκάθετος, ἀπλανής, ἀσφαλής, ἄφευκτος, ἀπερίτρεπτος, ἔμμονος, ἀναπόλυτος, ἄστρεπτος, ἄστροφος, ἑδραία, δευσοποιός
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἐγκάθετος, ἀπλανής, ἀσφαλής, ἄφευκτος, ἀπερίτρεπτος, ἔμμονος, ἀναπόλυτος, ἄστρεπτος, ἄστροφος, ἑδραία, δευσοποιός