Αμερικανός

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα)
1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν
2. υπήκοος του αμερικανικού κράτους
3. 'Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί
4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να μιμηθεί τον Αμερικανό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. εθνικό όνομα Americano ή, σύμφωνα με άλλη άποψη < αγγλ. American.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμερικανίζω, αμερικανικός, αμερικανισμός, αμερικανιστής, αμερικανόπουλο].