Αχελώος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

ο (AM Ἀχελῷος και Ἀχελώιος)
ποταμός της Δυτικής Ελλάδας που πηγάζει από την οροσειρά της Πίνδου και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι από τις Εχινάδες νήσους
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ποταμών
2. ποτάμι ή ρέμα
3. νερό
4. ο σπουδαιότερος ποτάμιος θεός και θεός όλων των νερών που ρέουν, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή κατ' άλλους της Γης.