Βατανέα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Spanish (DGE)

Βατάνεια, Βατάνειας, ἡ
• Alolema(s): Βατανέαι St.Byz.; Βατανέα St.Byz.
Batanea pequeña localidad de Palestina en el extremo nororiental de la Decápolis, St.Byz.s.u. Ἀγβάτανα, Βατανέαι. V. Βαταναία.