Θεσπρωτός
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
de Thesprotie, région au SO de l'Épire ; οἱ Θεσπρωτοί les Thesprotes.
Russian (Dvoretsky)
Θεσπρωτός: теспротийский (Ζεύς Aesch.): Θεσπρωτὸν οὔδας Eur. = Θεσπρωτίς.