Σουαχίλι

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (ενν. γλώσσα.) γλωσσ. γλώσσα Μπαντού που μιλιέται στην ανατολική ακτή της Αφρικής και στα νησιά της, από την Κένυα ώς την Τανζανία, και ως δεύτερη γλώσσα στην Τανζανία, στην Κένυα, στο Ζαΐρ και στην Ουγκάντα
2. φρ. «λογοτεχνία Σουαχίλι»
φιλολ. λογοτεχνία που είναι γραμμένη στη γλώσσα Σουαχίλι σε αραβική γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. sawāhilĩy < sawāhil, πληθ. του sāhil «ακτή»].