Τελέοντες
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek (Liddell-Scott)
Τελέοντες: οἱ, μία τῶν τεσσάρων πρώτων Ἀττικῶν φυλῶν, πιθανῶς (ἐκ τοῦ τελέω ΙΙΙ) οἱ τὰς τελετὰς τελοῦντες, οἱ ἱερεῖς· ἢ (ἐκ τοῦ τελέω ΙΙ) οἱ πληρώνοντες, οἱ γεωργοί· πρβλ. Thirlw. Hist. et Gr. 2, σελ. 5, Grote 3, σελ. 69, καὶ ἴδε ἐν λ. Αἰγικορεῖς. Ἕτεροι ὅμως ἀναγινώσκουσι Γελέοντες. Πρβλ. Ἡρόδ. 5. 66, πρὸς τὸ τοῦ Εὐρ. χωρίον ἐν Ἴων. 1579.
Greek Monolingual
οι, Α
ονομασία μιας από τις τέσσερεις ιωνικές φυλές της Αθήνας.
Greek Monotonic
Τελέοντες: οἱ, μια από τις τέσσερις πρώτες Αττικές φυλές, πιθ. (από το τελέω III), αυτοί που τελούν τις αρετές, οι ιερείς· ή (από το τελέω II), αυτοί που φορολογούνται, οι γεωργοί, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
one of the four old Attic Tribes, prob. from τελέω III the Consecrators, Priests; or (from τελέω II) the Payers, Farmers, Hdt.