άγημα

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄγημα) ἄγω
νεοελλ.
1. στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται ειδική αποστολή, είτε σε πολεμική επιχείρηση είτε σε ειρηνική εκδήλωση
2. (ιδιαίτερα) τμήμα πεζοναυτών
αρχ.
1. το οδηγούμενο τμήμα, διαίρεση, μέρος του στρατού τών Λακεδαιμονίων
2. επίλεκτο τμήμα του μακεδόνικου στρατού, σωματοφύλακες.