άλαιμος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

-η, -ο λαιμός
1. αυτός που δεν έχει λαιμό ή δεν έχει ψηλό λαιμό
2. (για ζώα) αυτός του οποίου το κεφάλι ενώνεται απευθείας με το σώμα.