άνευρος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνευρος, -ον)
ο χωρίς νεύρα ή τένοντες
νεοελλ.
μτφ. άτονος, χαλαρός, πλαδαρός.