τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
-η, -ο (Α ἄνευρος, -ον)ο χωρίς νεύρα ή τένοντεςνεοελλ.μτφ. άτονος, χαλαρός, πλαδαρός.