άχωρ

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

(-ορος και -ωρος), ο (Α ἄχωρ, -ορος και ἀχώρ, -ῶρος)
χρόνια μολυσματική μυκητίαση των τριχών, της επιδερμίδας, του τριχωτού δέρματος και των νυχιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα άχυρον, άχνη και ανάγεται σε αρχαίο θέμα σε -r / n, ενώ άλλοι τη συνέδεσαν με το Αχέρων. Βλ. και λ. ακ-].