έβγα
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
το (Μ ἔβγα)
1. έξοδος («στο έβγα του λιμανιού», «στο έβγα της σπηλιάς»)
2. λήξη, τέλος («στο έβγα του χειμώνα»)
μσν.
1. (για εμπόριο) εξαγωγές
2. φρ. «τὸ ἔβγα τοῦ ἡλίου» — η ανατολή.