έριθος

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ἔριθος, ὁ, ἡ (Α)
1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο
2. μτγν. αἱ ἔριθοι
εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)
3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.)
4. μτφ. υπηρέτης, δούλοςτλήμων γαστρὸς ἔριθος» — ο δυστυχισμένος υπηρέτης της κοιλιάς, δηλ. το αέριο που προέρχεται από την κοιλιά, η πορδή, Ύμν. εις Ερμ·).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.
η σύνδεση της λ. με το έριον είναι καθαρά παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα εριθάκη και ερίθακος.
ΠΑΡ. αρχ. εριθακής, εριθεύομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. συν-έριθος και φιλ-έριθος].